- πανεύμορφος
- πανεύμορφοςmost beautifulmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πανεύμορφος — ον, Μ πανέμορφος, ωραιότατος … Dictionary of Greek
πανεύμορφον — πανεύμορφος most beautiful masc/fem acc sg πανεύμορφος most beautiful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μορφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. * * * η (ΑΜ μορφή, Α δωρ. τ. μορφά) 1. το πρόσωπο τού ανθρώπου, θωριά, παρουσιαστικό (α. «όποια η μορφή τέτοια και η… … Dictionary of Greek
χιονάτος — η, ο / χιονάτος, η, ον, ΝΜ 1. λευκός σαν το χιόνι, χιονώδης (α. «κλαδιά και τρόπαια και φτερά χιονάτα», Παλαμ. β. «ἐβλάστησεν ἡ κόρη πανεύμορφος καὶ εὐθαλής, ὡραία, χιονάτη», Διγεν. Ακρ.) 2. το θηλ. ως ουσ. η Χιονάτη πασίγνωστη ηρωίδα παιδικών… … Dictionary of Greek